χειροσκοπία

χειροσκοπία
η / χειροσκοπία, ΝΜ, και χεροσκοπία Ν [χειροσκόπος]
η χειρομαντεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χειροσκοπίαν — χειροσκοπίᾱν , χειροσκοπία vote by show of hands fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροσκοπικός — ή, όν, Μ [χειροσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χειροσκοπία …   Dictionary of Greek

  • χεροσκοπία — η, Ν βλ. χειροσκοπία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”